ἐπῳδοῦ

ἐπῳδοῦ
ἐπῳδός
singing to
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… …   Dictionary of Greek

  • επίρρησις — ἐπίρρησις, ἡ (Α) [ρήσις] 1. έλεγχος, κατηγορία 2. επίκληση 3. χαιρετισμός επωδού, μάγου, γόητα 4. αυτό που λέγεται κατόπιν, το σχόλιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”